- κατεχομένης
- κατέχωhold fastpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθοχώρηση — η 1. κίνηση προς τα πίσω, υποχώρηση 2. στρ. σκόπιμη ή αναγκαία τακτική εγκατάλειψη κατεχόμενης θέσης και κίνηση προς τα πίσω, δηλαδή με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην τής επιθυμητής εξέλιξης τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχωρώ. Η λ., στον λόγιο… … Dictionary of Greek
Γουόσμπερν, Κάρλτον Γουόλσεϊ — (Carleton Wolsey Washburne, Σικάγο 1889 – 1968). Αμερικανός παιδαγωγός. Ο Γ. εντάχθηκε στο κίνημα της ενεργούς εκπαίδευσης με ντιουικές κατευθύνσεις και συνδέθηκε, όπως και ο Ντιούι, με τα πειράματα του Φράνσις Γουέιλαντ Πάρκερ. Η εκπαιδευτική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ισαάκ, Τάσος — (Παραλίμνι Κύπρου 1972 – Αμμόχωστος 1996). Κύπριος αγωνιστής. Ύστερα από την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις του πατέρα του, στην τουριστική περιοχή του Παραλιμνίου. Στις 11 … Dictionary of Greek
Λευκωσία — (αγγλ. Nicosia). Πόλη (205.633 κάτ. το 2001) της Κύπρου, πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ομώνυμης επαρχίας (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της κεντρικής περιοχής του νησιού, σε υψόμετρο 150 μ., πάνω στον… … Dictionary of Greek
Ολδεμβούργο — (Oldenburg). Ιστορικό κράτος της βόρειας Γερμανίας. Στις αρχές του 12ου αι. ήταν κομητεία με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Την περίοδο 1667 1773 πέρασε στην κυριαρχία των Δανών βασιλιάδων. Το 1777 έγινε δουκάτο και από το 1815 έως το 1918 ήταν… … Dictionary of Greek
Οστάιγεν, Πάουλ βαν- — (Ostaijen, Αμβέρσα 1896 – Μιαβουά Αντέ, κοντά στο Ντινάν, Ναμύρ 1928). Φλαμανδός ποιητής. Επειδή κατηγορήθηκε για φιλογερμανισμό κατέφυγε στη Γερμανία και από το 1918 έως το 1921 έζησε στο Βερολίνο. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του… … Dictionary of Greek
Χίμλερ, Χάινριχ — (Himmler, 1900 – 1945). Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής, αρχηγός των Ες Ες και της Γκεστάπο. Σπούδασε αγρονόμος στο Μόναχο, στην εκεί τεχνική σχολή και πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ως στρατιώτης του Βαβαρικού πεζικού. Το 1919 ασπάστηκε τα… … Dictionary of Greek